μαγνητοσκοπημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαγνητοσκοπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαγνητοσκοπώ, μαγνητοσκοπούμαι]]
Μετοχή
επεξεργασίαμαγνητοσκοπημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μαγνητοσκοπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγνητοσκοπημένος
|