μαγνητοσκοπούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγνητοσκοπούμαι <παθητική φωνή του μαγνητοσκοπώ
Ρήμα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
μαγνητοσκοπούμαι
- με καταγράφουν σε οπτικό μέσο
- Ο αγώνας που μαγνητοσκοπήθηκε το μεσημέρι θα ξαναπροβληθεί στις 9.45 απόψε
- Ο μαγνητοσκοπημένος αγώνας τελικά δεν θα προβληθεί, επειδή η ομάδα τιμωρήθηκε
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγνητοσκοπούμαι
|