μαγνητοσκοπήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμαγνητοσκοπήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαγνητοσκοπώ
- θα μαγνητοσκοπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαγνητοσκοπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμαγνητοσκοπήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαγνητοσκόπηση