↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγνητόφωνο τα μαγνητόφωνα
      γενική του μαγνητόφωνου
μαγνητοφώνου
των μαγνητόφωνων
μαγνητοφώνων
    αιτιατική το μαγνητόφωνο τα μαγνητόφωνα
     κλητική μαγνητόφωνο μαγνητόφωνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγνητόφωνο < μαγνητο- (μαγνήτης, μαγνητικός) + -φωνο (<φωνή)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγνητόφωνο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία