↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομαγνητισμένος η απομαγνητισμένη το απομαγνητισμένο
      γενική του απομαγνητισμένου της απομαγνητισμένης του απομαγνητισμένου
    αιτιατική τον απομαγνητισμένο την απομαγνητισμένη το απομαγνητισμένο
     κλητική απομαγνητισμένε απομαγνητισμένη απομαγνητισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομαγνητισμένοι οι απομαγνητισμένες τα απομαγνητισμένα
      γενική των απομαγνητισμένων των απομαγνητισμένων των απομαγνητισμένων
    αιτιατική τους απομαγνητισμένους τις απομαγνητισμένες τα απομαγνητισμένα
     κλητική απομαγνητισμένοι απομαγνητισμένες απομαγνητισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

απομαγνητισμένος, -η, -ο




  Μεταφράσεις

επεξεργασία