Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απομαγνητισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απομαγνητισμέν
ος
η
απομαγνητισμέν
η
το
απομαγνητισμέν
ο
γενική
του
απομαγνητισμέν
ου
της
απομαγνητισμέν
ης
του
απομαγνητισμέν
ου
αιτιατική
τον
απομαγνητισμέν
ο
την
απομαγνητισμέν
η
το
απομαγνητισμέν
ο
κλητική
απομαγνητισμέν
ε
απομαγνητισμέν
η
απομαγνητισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απομαγνητισμέν
οι
οι
απομαγνητισμέν
ες
τα
απομαγνητισμέν
α
γενική
των
απομαγνητισμέν
ων
των
απομαγνητισμέν
ων
των
απομαγνητισμέν
ων
αιτιατική
τους
απομαγνητισμέν
ους
τις
απομαγνητισμέν
ες
τα
απομαγνητισμέν
α
κλητική
απομαγνητισμέν
οι
απομαγνητισμέν
ες
απομαγνητισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απομαγνητισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απομαγνητίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απομαγνητισμένος