μαγνητοχημεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαγνητοχημεία θηλυκό
- κλάδος της χημείας που μελετά την επίδραση των μαγνητικών πεδίων στην ατομική και μοριακή δομή και τους τρόπους αξιοποίησής τους (π.χ. στην μικροβιολογική ανάλυση)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγνητοχημεία