Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ.mɑ̃/
 
ομόηχα:  aimant και aimants

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό aimant aimants
θηλυκό aimante aimantes

aimant (fr)

aimant (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aimant aimants

aimant (fr)

Δείτε επίσης

επεξεργασία