μαγνητογεννήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαγνητογεννήτρια θηλυκό
- γεννήτρια που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα χάρη στην ύπαρξη μαγνητικού πεδίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγνητογεννήτρια
|
μαγνητογεννήτρια θηλυκό
|