Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγνητοθερμικός η μαγνητοθερμική το μαγνητοθερμικό
      γενική του μαγνητοθερμικού της μαγνητοθερμικής του μαγνητοθερμικού
    αιτιατική τον μαγνητοθερμικό τη μαγνητοθερμική το μαγνητοθερμικό
     κλητική μαγνητοθερμικέ μαγνητοθερμική μαγνητοθερμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγνητοθερμικοί οι μαγνητοθερμικές τα μαγνητοθερμικά
      γενική των μαγνητοθερμικών των μαγνητοθερμικών των μαγνητοθερμικών
    αιτιατική τους μαγνητοθερμικούς τις μαγνητοθερμικές τα μαγνητοθερμικά
     κλητική μαγνητοθερμικοί μαγνητοθερμικές μαγνητοθερμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγνητοθερμικός < μαγνήτης + θερμικός

  Επίθετο επεξεργασία

μαγνητοθερμικός

  • που σχετίζεται με τo "μαγνητοθερμικό φαινόμενο", δηλαδή τη μεταβολή στη θερμοκρασία ορισμένων υλικών όταν αυτά μαγνητίζονται και την επαναφορά της θερμοκρασίας τους στα προηγούμενα επιπεδα όταν απομακρυνθεί το μαγνητικό πεδίο

  Μεταφράσεις επεξεργασία