↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαγνητισμός οι μαγνητισμοί
      γενική του μαγνητισμού των μαγνητισμών
    αιτιατική τον μαγνητισμό τους μαγνητισμούς
     κλητική μαγνητισμέ μαγνητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγνητισμός < μαγνήτ(ης) + -ισμός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική magnétisme[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγνητισμός αρσενικό

  1. μετατροπή ενός σώματος σε προσωρινό ή μόνιμο μαγνήτη
  2. (φυσική) κλάδος της φυσικής που μελετά τα μαγνητικά φαινόμενα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία