Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαμαγνητισμός οι διαμαγνητισμοί
      γενική του διαμαγνητισμού των διαμαγνητισμών
    αιτιατική τον διαμαγνητισμό τους διαμαγνητισμούς
     κλητική διαμαγνητισμέ διαμαγνητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμαγνητισμός < γαλλική diamagnétisme < dia- / δια- + magnétisme / μαγνητισμός [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Διαμαγνητισμός: Αιώρηση διαμαγνητικού υλικού, το οποίο απωθείται από τους υποκείμενους μαγνήτες

διαμαγνητισμός αρσενικό

  • η ιδιότητα που έχουν τα διαμαγνητικά υλικά, να απωθούνται από εφαρμοζόμενο μαγνητικό πεδίο
    ※  Η υπεραγωγιμότητα δηλαδή σχετίζεται α. με μηδενική αντίσταση και β. με την εκδήλωση ενός έντονου διαμαγνητισμού (Δικτυακός Τόπος Σελίδων Μαθημάτων, Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών, Ε.Μ.Π., ανακτήθηκε στις 24/10/2021 [1])

Δείτε επίσης επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία