↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεωμαγνητισμός οι γεωμαγνητισμοί
      γενική του γεωμαγνητισμού των γεωμαγνητισμών
    αιτιατική τον γεωμαγνητισμό τους γεωμαγνητισμούς
     κλητική γεωμαγνητισμέ γεωμαγνητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεωμαγνητισμός < γεω- + μαγνητισμός, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική géomagnétisme[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεωμαγνητισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία