magneto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- magneto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | magneto | magnetoj |
αιτιατική | magneton | magnetojn |
magneto (eo)
- ο μαγνήτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | magneto | magnetoj |
αιτιατική | magneton | magnetojn |
magneto (eo)