Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομαγνήτιση οι απομαγνητίσεις
      γενική της απομαγνήτισης* των απομαγνητίσεων
    αιτιατική την απομαγνήτιση τις απομαγνητίσεις
     κλητική απομαγνήτιση απομαγνητίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομαγνητίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομαγνήτιση < απομαγνητίζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική démagnétisation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απομαγνήτιση αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία