↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομαγνήτιση οι απομαγνητίσεις
      γενική της απομαγνήτισης* των απομαγνητίσεων
    αιτιατική την απομαγνήτιση τις απομαγνητίσεις
     κλητική απομαγνήτιση απομαγνητίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομαγνητίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απομαγνήτιση < απομαγνητίζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική démagnétisation)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απομαγνήτιση αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία