↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τομογραφία οι τομογραφίες
      γενική της τομογραφίας των τομογραφιών
    αιτιατική την τομογραφία τις τομογραφίες
     κλητική τομογραφία τομογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τομογραφία < τομ(ή) + -ο- + -γραφία, (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tomographie[1][2]). Δεν έχει σχέση με μεσαιωνική ελληνική τομογραφία (συγγραφή συνοδικού συγγράμματος).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τομογραφία θηλυκό

  1. (τεχνολογία) διαγνωστική μέθοδος με τρισδιάστατη απεικόνιση ενός οργάνου ή μιας περιοχής του ανθρώπινου σώματος
  2. (συνεκδοχικά) η ακτινογραφία που γίνεται με αυτή τη μέθοδο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. τομογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας