τομογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τομογράφος < τομ(ή) + -ο- + -γράφος, (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tomograph[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tomographe[2][3])
Ουσιαστικό
επεξεργασίατομογράφος αρσενικό
- (τεχνολογία) μηχάνημα με το οποίο γίνονται τομογραφίες
- ⮡ αξονικός τομογράφος, μαγνητικός τομογράφος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ τομογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας