↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τομογράφος οι τομογράφοι
      γενική του τομογράφου των τομογράφων
    αιτιατική τον τομογράφο τους τομογράφους
     κλητική τομογράφε τομογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τομογράφος < τομ(ή) + -ο- + -γράφος, (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tomograph[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tomographe[2][3])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τομογράφος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. τομογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας