Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τομογραφικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τομογραφικ
ός
η
τομογραφικ
ή
το
τομογραφικ
ό
γενική
του
τομογραφικ
ού
της
τομογραφικ
ής
του
τομογραφικ
ού
αιτιατική
τον
τομογραφικ
ό
την
τομογραφικ
ή
το
τομογραφικ
ό
κλητική
τομογραφικ
έ
τομογραφικ
ή
τομογραφικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τομογραφικ
οί
οι
τομογραφικ
ές
τα
τομογραφικ
ά
γενική
των
τομογραφικ
ών
των
τομογραφικ
ών
των
τομογραφικ
ών
αιτιατική
τους
τομογραφικ
ούς
τις
τομογραφικ
ές
τα
τομογραφικ
ά
κλητική
τομογραφικ
οί
τομογραφικ
ές
τομογραφικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τομογραφικός
<
τομογραφία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
τομογραφικός, -ή, -ό
σχετικός με την
εξέταση
της
τομογραφίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τομογραφικός
αγγλικά
:
tomographic
(en)