Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ɲe.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
magnétique magnétiques

magnétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία