électromagnétique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- électromagnétique < électro- + magnétique
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
électromagnétique | électromagnétiques |
électromagnétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό