↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλελευθερισμός οι φιλελευθερισμοί
      γενική του φιλελευθερισμού των φιλελευθερισμών
    αιτιατική τον φιλελευθερισμό τους φιλελευθερισμούς
     κλητική φιλελευθερισμέ φιλελευθερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλελευθερισμός < φιλελεύθερ(ος) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική liberalism) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.le.le.fθe.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λε‐λευ‐θε‐ρι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιλελευθερισμός αρσενικό

  1. ηθική και φιλοσοφική θεωρία που αναζητεί για τον καθένα την ελευθερία γνώμης κι έκφρασης σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό αλλά και ατομικό επίπεδο
  2. (πολιτική) πολιτική θεωρία κατά την οποία οι πολίτες πρέπει να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερη ελευθερία και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία απέναντι στο κράτος και την κυβέρνηση, προστατεύονται τα δικαιώματα του πολίτη, των μειοψηφιών κ.λπ.
  3. (οικονομία) οικονομική θεωρία που αντιτίθεται στη θεωρία του σοσιαλισμού αλλά και του προστατευτισμού και πρεσβεύει ότι η αγορά και οι οικονομικές δυνάμεις πρέπει να διαθέτουν ελευθερία στη λειτουργία τους κι ότι το κράτος μπορεί απλώς να ορίζει το πλαίσιο του οικονομικού ανταγωνισμού και τις κοινωνικές υπηρεσίες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία