Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαπφισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σαπφισμ
ός
οι
σαπφισμ
οί
γενική
του
σαπφισμ
ού
των
σαπφισμ
ών
αιτιατική
τον
σαπφισμ
ό
τους
σαπφισμ
ούς
κλητική
σαπφισμ
έ
σαπφισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαπφισμός
<
Σαπφώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαπφισμός
αρσενικό
η γυναικεία
ομοφυλοφιλία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαπφισμός