↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βενιζελισμός οι βενιζελισμοί
      γενική του βενιζελισμού των βενιζελισμών
    αιτιατική τον βενιζελισμό τους βενιζελισμούς
     κλητική βενιζελισμέ βενιζελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βενιζελισμός < Βενιζέλος + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βενιζελισμός αρσενικό

  • πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 με σκοπό τον αστικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας κατά τα πρότυπα των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών, σε συνδυασμό με την εκπλήρωση του περιεχομένου της Μεγάλης Ιδέας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία