Βενιζέλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βενιζέλος < Μπενιζέλος < (…) < ιταλική bene + angelo (< λατινικά angelus < αρχαία ελληνική ἄγγελος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.niˈze.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐νι‐ζέ‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒενιζέλος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντιβενιζελικός
- Βενιζέλειο (επωνυμία)
- βενιζελικός
- βενιζελισμός