Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιβενιζελικός η αντιβενιζελική το αντιβενιζελικό
      γενική του αντιβενιζελικού της αντιβενιζελικής του αντιβενιζελικού
    αιτιατική τον αντιβενιζελικό την αντιβενιζελική το αντιβενιζελικό
     κλητική αντιβενιζελικέ αντιβενιζελική αντιβενιζελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιβενιζελικοί οι αντιβενιζελικές τα αντιβενιζελικά
      γενική των αντιβενιζελικών των αντιβενιζελικών των αντιβενιζελικών
    αιτιατική τους αντιβενιζελικούς τις αντιβενιζελικές τα αντιβενιζελικά
     κλητική αντιβενιζελικοί αντιβενιζελικές αντιβενιζελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιβενιζελικός < αντί + βενιζελικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιβενιζελικός, -ή, -ό

  1. (πολιτική): ο πολιτικός αντίπαλος του Βενιζέλου, παλαιότερα του Ελ. Βενιζέλου και σήμερα του Ευάγ. Βενιζέλου
  2. (πολιτική): οτιδήποτε αντίθετο σχετικά με Βενιζέλο και την πολιτική του

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία