Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκσυγχρονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκσυγχρονισμέν
ος
η
εκσυγχρονισμέν
η
το
εκσυγχρονισμέν
ο
γενική
του
εκσυγχρονισμέν
ου
της
εκσυγχρονισμέν
ης
του
εκσυγχρονισμέν
ου
αιτιατική
τον
εκσυγχρονισμέν
ο
την
εκσυγχρονισμέν
η
το
εκσυγχρονισμέν
ο
κλητική
εκσυγχρονισμέν
ε
εκσυγχρονισμέν
η
εκσυγχρονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκσυγχρονισμέν
οι
οι
εκσυγχρονισμέν
ες
τα
εκσυγχρονισμέν
α
γενική
των
εκσυγχρονισμέν
ων
των
εκσυγχρονισμέν
ων
των
εκσυγχρονισμέν
ων
αιτιατική
τους
εκσυγχρονισμέν
ους
τις
εκσυγχρονισμέν
ες
τα
εκσυγχρονισμέν
α
κλητική
εκσυγχρονισμέν
οι
εκσυγχρονισμέν
ες
εκσυγχρονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκσυγχρονισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκσυγχρονίζω
Μετοχή
επεξεργασία
εκσυγχρονισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εκσυγχρονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκσυγχρονισμένος
γαλλικά
:
modernisé
(fr)