αιχμηρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααιχμηρά < αιχμηρός
Επίρρημα
επεξεργασίααιχμηρά
- με αιχμηρό τρόπο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααιχμηρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιχμηρό
αιχμηρά < αιχμηρός
αιχμηρά
αιχμηρά