↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άκμονας οι άκμονες
      γενική του άκμονα
άκμονος*
των ακμόνων
    αιτιατική τον άκμονα τους άκμονες
     κλητική άκμονα άκμονες
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άκμονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκμων
(ιατρικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική enclume[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈak.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άκ‐μο‐νας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
με το Νο 7, ο άκμονας

άκμονας αρσενικό

  1. (εργαλείο, λόγιο) το αμόνι
  2. (ιατρική, ανατομία) το δεύτερο από τα τρία οστάρια που υπάρχουν στο εσωτερικό αφτί, αυτό που μοιάζει με αμόνι

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία