αμόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμόνι | τα | αμόνια |
γενική | του | αμονιού | των | αμονιών |
αιτιατική | το | αμόνι | τα | αμόνια |
κλητική | αμόνι | αμόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈmo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μό‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμόνι ουδέτερο
- μεταλλικό ή πέτρινο εργαλείο των σιδηρουργών, που στηρίζεται σε σταθερό σημείο και πάνω του γίνεται η σφυρηλάτηση