Δείτε επίσης: ἄκμων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκμων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άκμων αρσενικό

(αρχαιοπρεπές) → δείτε τη λέξη άκμονας