amboso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amboso | ambosoj |
αιτιατική | amboson | ambosojn |
amboso (eo)
- το αμόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amboso | ambosoj |
αιτιατική | amboson | ambosojn |
amboso (eo)