ενικός         πληθυντικός  
edge edges

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

edge (en)

  1. η άκρη, το άκρο, το μέρος που είναι πιο μακριά από το κέντρο
    ⮡  the edge of a well/forest/table/rock - η άκρη ενός πηγαδιού/δάσους/τραπεζιού/βράχου
    ⮡  We camped on the edge of a lake.
    Κατασκηνώσαμε στην άρκη μιας λίμνης.
    ⮡  the edge of the lake - το άκρο της λίμνης
  2. η κόψη
  3. (μεταφορικά) στο χείλος
    ⮡  He brought the country to the edge of war.
    Έφερε τη χώρα στο χείλος του πολέμου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brink