edge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
edge | edges |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαedge (en)
- η άκρη, το άκρο, το μέρος που είναι πιο μακριά από το κέντρο
- ⮡ the edge of a well/forest/table/rock - η άκρη ενός πηγαδιού/δάσους/τραπεζιού/βράχου
- ⮡ We camped on the edge of a lake.
- Κατασκηνώσαμε στην άρκη μιας λίμνης.
- ⮡ the edge of the lake - το άκρο της λίμνης
- η κόψη
- (μεταφορικά) στο χείλος
Πηγές
επεξεργασία- edge (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- edge (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26, 27. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη, άκρο