Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικαιοπρακτικός η δικαιοπρακτική το δικαιοπρακτικό
      γενική του δικαιοπρακτικού της δικαιοπρακτικής του δικαιοπρακτικού
    αιτιατική τον δικαιοπρακτικό τη δικαιοπρακτική το δικαιοπρακτικό
     κλητική δικαιοπρακτικέ δικαιοπρακτική δικαιοπρακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικαιοπρακτικοί οι δικαιοπρακτικές τα δικαιοπρακτικά
      γενική των δικαιοπρακτικών των δικαιοπρακτικών των δικαιοπρακτικών
    αιτιατική τους δικαιοπρακτικούς τις δικαιοπρακτικές τα δικαιοπρακτικά
     κλητική δικαιοπρακτικοί δικαιοπρακτικές δικαιοπρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαιοπρακτικός < δικαιοπραξία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

δικαιοπρακτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία