practical
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | practical |
συγκριτικός | more practical |
υπερθετικός | most practical |
Επίθετο
επεξεργασίαpractical (en)
- πρακτικός, κάτι συνδέεται με πραγματικές καταστάσεις παρά με ιδέες ή θεωρίες
- ↪ practical medicine - πρακτική ιατρική
- ↪ The practical difficulties of your plan…
- Οι πρακτικές δυσκολίες του σχεδίου σου…
- ≠ αντώνυμα: theoretical
- πρακτικός, για μια ιδέα, μια μέθοδο ή μια πορεία δράσης που είναι σωστή ή λογική· πιθανόν να είναι επιτυχής
- ↪ practical ideas - πρακτικές ιδέες
- πρακτικός, για πράγματα που είναι χρήσιμα ή κατάλληλα
- ↪ The skirt and blouse are a practical combination.
- Η φούστα και η μπλούζα είναι ένας πρακτικός συνδυασμός.
- ↪ The skirt and blouse are a practical combination.
- πρακτικός, θετικός, για έναν άνθρωπο που είναι λογικό και ρεαλιστικό
- ↪ Let’s be practical.
- Ας είμαστε πρακτικοί.
- ↪ She is a practical woman.
- Είναι πρακτική γυναίκα.
- ↪ a man with a practical mind - ένας άνθρωπος με θετικό μυαλό
- ↪ Let’s be practical.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- practical - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 374, 731. ISBN 9780194325684., λήμμα: θετικός, πρακτικός