Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρακτικογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
πρακτικογράφ
ος
οι
πρακτικογράφ
οι
γενική
του
/
της
πρακτικογράφ
ου
των
πρακτικογράφ
ων
αιτιατική
τον
/
την
πρακτικογράφ
ο
τους
/
τις
πρακτικογράφ
ους
κλητική
πρακτικογράφ
ε
πρακτικογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρακτικογράφος
<
πρακτικ(ό)
+
-ο-
+
-γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρακτικογράφος
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
) που
καταγράφει
τα
πρακτικά
Συγγενικά
επεξεργασία
πρακτικογραφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρακτικογράφος
αγγλικά
:
reporter
(en)
, minute taker, scribe