δυσεφάρμοστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δυσεφάρμοστος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που δύσκολα εφαρμόζεται
- Σύμφωνα με τους ειδικούς πάντως, στην πράξη η αρχική ιδέα αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσεφάρμοστη και έτσι και οι δύο εταιρείες προσανατολίζονται προς το πάντρεμα της ιδέας αυτής με την υπάρχουσα τεχνολογία με την οποία λειτουργούν οι μαγνητικές αμαξοστοιχίες τύπου maglev. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εφαρμόζω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσεφάρμοστος
|