εφαρμοστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εφαρμοστήριο | τα | εφαρμοστήρια |
γενική | του | εφαρμοστήριου & εφαρμοστηρίου |
των | εφαρμοστήριων & εφαρμοστηρίων |
αιτιατική | το | εφαρμοστήριο | τα | εφαρμοστήρια |
κλητική | εφαρμοστήριο | εφαρμοστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εφαρμοστήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
εφαρμοστήριο
|