αιτιώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιτιώμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰτιῶμαι, [1] συνηρημένος τύπος του αἰτιάομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.tiˈo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐τι‐ώ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααιτιώμαι, -άσαι, ..., εύχρηστο μόνον στον ενεστώτα [2] (χωρίς ενεργητική φωνή)
- (λόγιο) κατηγορώ ως υπεύθυνο, καταλογίζω ευθύνη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αιτία
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αιτιώμαι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αιτιώμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)