ακατάγγελτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακατάγγελτος < ελληνιστική κοινή ἀκατάγγελτος < αρχαία ελληνική καταγγέλλω
Επίθετο
επεξεργασίαακατάγγελτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν καταγγείλει
Δείτε επίσης : ἀκατάγγελτος |
ακατάγγελτος, -η, -ο