εγκαλούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εγκαλούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος εγκαλούμαι < εγκαλώ < ἐγκαλῶ < ἐγκαλέω
Μετοχή
επεξεργασία
εγκαλούμενος, εγκαλούμενη και εγκαλουμένη, εγκαλούμενο
- που εγκαλείται για κάτι, που καταγγέλλεται
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκαλούμενος
|