κτιριολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kti.ɾi.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτι‐ρι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
κτιριολογία θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) κλάδος της οικοδομικής ή αρχιτεκτονικής
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κτίριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κτιριολογία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κτιριολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας