χτιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χτιστός | η | χτιστή | το | χτιστό |
γενική | του | χτιστού | της | χτιστής | του | χτιστού |
αιτιατική | τον | χτιστό | τη | χτιστή | το | χτιστό |
κλητική | χτιστέ | χτιστή | χτιστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χτιστοί | οι | χτιστές | τα | χτιστά |
γενική | των | χτιστών | των | χτιστών | των | χτιστών |
αιτιατική | τους | χτιστούς | τις | χτιστές | τα | χτιστά |
κλητική | χτιστοί | χτιστές | χτιστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χτιστός < μετατροπή από "κ" σε "χ" του κτιστός
Επίθετο
επεξεργασίαχτιστός
- άλλη μορφή του κτιστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία χτιστός
→ δείτε τη λέξη κτιστός |