Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοκτίζομαι < πρωτο- + κτίζομαι

πρωτοκτίζομαι

  • κτίζομαι για πρώτη φορά
    ※  Η μονή πρωτοκτίστηκε το 1438 από κάποιο μοναχό Δομέτιο. Ο σημερινός κυρίως ναός αντι­προσωπεύει την αρχαιότερη σωζόμε­νη οικοδομική φάση του μοναστηριού και είναι το πιο ενδιαφέρον από τα κτί­σματά του. Φαίνεται πως ανεγέρθηκε το έτος 1475/76, όπως μαρτυρεί ενεπίγραφη πλίνθος στον νότιο εξωτερικό τοίχο, με χαραγμένη τη χρονολογία ͵ϛϡπδʹ (6984 από κτίσεως κόσμου = 1475/76). (Δημήτριος Σοφιανός, Μετέωρα–Οδοιπορικό, εκδ. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως (Μεγάλου Μετεώρου), Άγια Μετέωρα, ²2012, σελ. 163)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία