πρωτοκτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπρωτοκτίζομαι
- κτίζομαι για πρώτη φορά
- ※ Η μονή πρωτοκτίστηκε το 1438 από κάποιο μοναχό Δομέτιο. Ο σημερινός κυρίως ναός αντιπροσωπεύει την αρχαιότερη σωζόμενη οικοδομική φάση του μοναστηριού και είναι το πιο ενδιαφέρον από τα κτίσματά του. Φαίνεται πως ανεγέρθηκε το έτος 1475/76, όπως μαρτυρεί ενεπίγραφη πλίνθος στον νότιο εξωτερικό τοίχο, με χαραγμένη τη χρονολογία ͵ϛϡπδʹ (6984 από κτίσεως κόσμου = 1475/76). (Δημήτριος Σοφιανός, Μετέωρα–Οδοιπορικό, εκδ. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως (Μεγάλου Μετεώρου), Άγια Μετέωρα, ²2012, σελ. 163)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρωτοκτίζομαι | πρωτοκτιζόμουν(α) | θα πρωτοκτίζομαι | να πρωτοκτίζομαι | ||
β' ενικ. | πρωτοκτίζεσαι | πρωτοκτιζόσουν(α) | θα πρωτοκτίζεσαι | να πρωτοκτίζεσαι | (πρωτοκτίζου) | |
γ' ενικ. | πρωτοκτίζεται | πρωτοκτιζόταν(ε) | θα πρωτοκτίζεται | να πρωτοκτίζεται | ||
α' πληθ. | πρωτοκτιζόμαστε | πρωτοκτιζόμαστε πρωτοκτιζόμασταν |
θα πρωτοκτιζόμαστε | να πρωτοκτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | πρωτοκτίζεστε | πρωτοκτιζόσαστε πρωτοκτιζόσασταν |
θα πρωτοκτίζεστε | να πρωτοκτίζεστε | (πρωτοκτίζεστε) | |
γ' πληθ. | πρωτοκτίζονται | πρωτοκτίζονταν πρωτοκτιζόντουσαν |
θα πρωτοκτίζονται | να πρωτοκτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρωτοκτίστηκα | θα πρωτοκτιστώ | να πρωτοκτιστώ | πρωτοκτιστεί | ||
β' ενικ. | πρωτοκτίστηκες | θα πρωτοκτιστείς | να πρωτοκτιστείς | πρωτοκτίσου | ||
γ' ενικ. | πρωτοκτίστηκε | θα πρωτοκτιστεί | να πρωτοκτιστεί | |||
α' πληθ. | πρωτοκτιστήκαμε | θα πρωτοκτιστούμε | να πρωτοκτιστούμε | |||
β' πληθ. | πρωτοκτιστήκατε | θα πρωτοκτιστείτε | να πρωτοκτιστείτε | πρωτοκτιστείτε | ||
γ' πληθ. | πρωτοκτίστηκαν πρωτοκτιστήκαν(ε) |
θα πρωτοκτιστούν(ε) | να πρωτοκτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πρωτοκτιστεί | είχα πρωτοκτιστεί | θα έχω πρωτοκτιστεί | να έχω πρωτοκτιστεί | πρωτοκτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις πρωτοκτιστεί | είχες πρωτοκτιστεί | θα έχεις πρωτοκτιστεί | να έχεις πρωτοκτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πρωτοκτιστεί | είχε πρωτοκτιστεί | θα έχει πρωτοκτιστεί | να έχει πρωτοκτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πρωτοκτιστεί | είχαμε πρωτοκτιστεί | θα έχουμε πρωτοκτιστεί | να έχουμε πρωτοκτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πρωτοκτιστεί | είχατε πρωτοκτιστεί | θα έχετε πρωτοκτιστεί | να έχετε πρωτοκτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πρωτοκτιστεί | είχαν πρωτοκτιστεί | θα έχουν πρωτοκτιστεί | να έχουν πρωτοκτιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοκτίζομαι
|