χτιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χτιστικά | ||
γενική | των | χτιστικών | ||
αιτιατική | τα | χτιστικά | ||
κλητική | χτιστικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχτιστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χτιστικά
|