ανακτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακτίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνακτίζω[1][2]. Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + κτίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈkti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐κτί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαανακτίζω
- ανοικοδομώ, χτίζω ξανά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακτίζω | ανάκτιζα | θα ανακτίζω | να ανακτίζω | ανακτίζοντας | |
β' ενικ. | ανακτίζεις | ανάκτιζες | θα ανακτίζεις | να ανακτίζεις | ανάκτιζε | |
γ' ενικ. | ανακτίζει | ανάκτιζε | θα ανακτίζει | να ανακτίζει | ||
α' πληθ. | ανακτίζουμε | ανακτίζαμε | θα ανακτίζουμε | να ανακτίζουμε | ||
β' πληθ. | ανακτίζετε | ανακτίζατε | θα ανακτίζετε | να ανακτίζετε | ανακτίζετε | |
γ' πληθ. | ανακτίζουν(ε) | ανάκτιζαν ανακτίζαν(ε) |
θα ανακτίζουν(ε) | να ανακτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάκτισα | θα ανακτίσω | να ανακτίσω | ανακτίσει | ||
β' ενικ. | ανάκτισες | θα ανακτίσεις | να ανακτίσεις | ανάκτισε | ||
γ' ενικ. | ανάκτισε | θα ανακτίσει | να ανακτίσει | |||
α' πληθ. | ανακτίσαμε | θα ανακτίσουμε | να ανακτίσουμε | |||
β' πληθ. | ανακτίσατε | θα ανακτίσετε | να ανακτίσετε | ανακτίστε | ||
γ' πληθ. | ανάκτισαν ανακτίσαν(ε) |
θα ανακτίσουν(ε) | να ανακτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακτίσει | είχα ανακτίσει | θα έχω ανακτίσει | να έχω ανακτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακτίσει | είχες ανακτίσει | θα έχεις ανακτίσει | να έχεις ανακτίσει | έχε ανακτισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ανακτίσει | είχε ανακτίσει | θα έχει ανακτίσει | να έχει ανακτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακτίσει | είχαμε ανακτίσει | θα έχουμε ανακτίσει | να έχουμε ανακτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακτίσει | είχατε ανακτίσει | θα έχετε ανακτίσει | να έχετε ανακτίσει | έχετε ανακτισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ανακτίσει | είχαν ανακτίσει | θα έχουν ανακτίσει | να έχουν ανακτίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ανακτισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ανακτισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ανακτισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ανακτισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακτίζομαι | ανακτιζόμουν(α) | θα ανακτίζομαι | να ανακτίζομαι | ||
β' ενικ. | ανακτίζεσαι | ανακτιζόσουν(α) | θα ανακτίζεσαι | να ανακτίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ανακτίζεται | ανακτιζόταν(ε) | θα ανακτίζεται | να ανακτίζεται | ||
α' πληθ. | ανακτιζόμαστε | ανακτιζόμαστε ανακτιζόμασταν |
θα ανακτιζόμαστε | να ανακτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ανακτίζεστε | ανακτιζόσαστε ανακτιζόσασταν |
θα ανακτίζεστε | να ανακτίζεστε | (ανακτίζεστε) | |
γ' πληθ. | ανακτίζονται | ανακτίζονταν ανακτιζόντουσαν |
θα ανακτίζονται | να ανακτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακτίστηκα | θα ανακτιστώ | να ανακτιστώ | ανακτιστεί | ||
β' ενικ. | ανακτίστηκες | θα ανακτιστείς | να ανακτιστείς | ανακτίσου | ||
γ' ενικ. | ανακτίστηκε | θα ανακτιστεί | να ανακτιστεί | |||
α' πληθ. | ανακτιστήκαμε | θα ανακτιστούμε | να ανακτιστούμε | |||
β' πληθ. | ανακτιστήκατε | θα ανακτιστείτε | να ανακτιστείτε | ανακτιστείτε | ||
γ' πληθ. | ανακτίστηκαν ανακτιστήκαν(ε) |
θα ανακτιστούν(ε) | να ανακτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανακτιστεί | είχα ανακτιστεί | θα έχω ανακτιστεί | να έχω ανακτιστεί | ανακτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανακτιστεί | είχες ανακτιστεί | θα έχεις ανακτιστεί | να έχεις ανακτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανακτιστεί | είχε ανακτιστεί | θα έχει ανακτιστεί | να έχει ανακτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακτιστεί | είχαμε ανακτιστεί | θα έχουμε ανακτιστεί | να έχουμε ανακτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανακτιστεί | είχατε ανακτιστεί | θα έχετε ανακτιστεί | να έχετε ανακτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακτιστεί | είχαν ανακτιστεί | θα έχουν ανακτιστεί | να έχουν ανακτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ανακτισμένος - είμαστε, είστε, είναι ανακτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ανακτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ανακτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ανακτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ανακτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ανακτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ανακτισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακτίζω
→ δείτε τη λέξη ανοικοδομώ |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ ανακτίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας