Δείτε επίσης: ἀνακτίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακτίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνακτίζω[1][2]. Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + κτίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈkti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐κτί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ανακτίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. ανακτίζωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας