Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιθόκτιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιθόκτιστ
ος
η
λιθόκτιστ
η
το
λιθόκτιστ
ο
γενική
του
λιθόκτιστ
ου
της
λιθόκτιστ
ης
του
λιθόκτιστ
ου
αιτιατική
τον
λιθόκτιστ
ο
τη
λιθόκτιστ
η
το
λιθόκτιστ
ο
κλητική
λιθόκτιστ
ε
λιθόκτιστ
η
λιθόκτιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιθόκτιστ
οι
οι
λιθόκτιστ
ες
τα
λιθόκτιστ
α
γενική
των
λιθόκτιστ
ων
των
λιθόκτιστ
ων
των
λιθόκτιστ
ων
αιτιατική
τους
λιθόκτιστ
ους
τις
λιθόκτιστ
ες
τα
λιθόκτιστ
α
κλητική
λιθόκτιστ
οι
λιθόκτιστ
ες
λιθόκτιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιθόκτιστος
<
λίθος
+
-ο-
+
κτίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
λιθόκτιστος
(
λόγιο
) που έχει
κτιστεί
με
λίθους
, με
πέτρες
Άλλες μορφές
επεξεργασία
λιθόχτιστος
Συνώνυμα
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
λιθόδμητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιθόκτιστος
→
δείτε
τη λέξη
λιθόδμητος