πρόδομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόδομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόδομος < πρό- + δόμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dṓm (οίκος, δόμος) < *demh₂- (κτίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ðo.mos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόδομος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) το τμήμα ενός αρχαίου ναού που βρίσκεται μπροστά, πριν από τον σηκό
- ≈ συνώνυμα: πρόναος
- ≠ αντώνυμα: οπισθόδομος
- προθάλαμος σε μια οικία, χολ, διάδρομος
- (ανατομία) το πρώτο τμήμα διαφόρων οργάνων του σώματος (κολεός, πυλωρός κ.ά.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόδομος
|