Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προθάλαμος οι προθάλαμοι
      γενική του προθάλαμου
προθαλάμου
των προθάλαμων
προθαλάμων
    αιτιατική τον προθάλαμο τους προθάλαμους
προθαλάμους
     κλητική προθάλαμε προθάλαμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προθάλαμος < προ- + θάλαμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antichambre)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προθάλαμος αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) μικρός θάλαμος, δωμάτιο ή αίθουσα (υποδοχής ή αναμονής) που βρίσκεται πριν από την είσοδο σε κάποιον κυρίως χώρο
     συνώνυμα: αντιθάλαμος, αντικάμαρα
  2. (μεταφορικά) η θέση ή η περίοδος πριν περάσουμε σε κάποια επόμενη (ή ανώτερη)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία