αντιθάλαμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιθάλαμος < αντι- + θάλαμος, (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική anticamera
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιθάλαμος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιθάλαμος
|
αντιθάλαμος αρσενικό
|