• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κολεός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολεός οι κολεοί
      γενική του κολεού των κολεών
    αιτιατική τον κολεό τους κολεούς
     κλητική κολεέ κολεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κολεός < αρχαία ελληνική κολεός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολεός αρσενικό

  1. (ανατομία) ο κόλπος θηλυκού ανθρώπου ή ζώου
  2. (ζωολογία) έλυτρο
  3. (βοτανική) Βάση ενός φύλλου (συνήθως στα μονοκοτυλήδονα) που συνήθως περιβάλλει το βλαστό.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κολεόπτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κολεός
  • αγγλικά : sheath (en), vagina (en)
  • γαλλικά : gaîne (fr), vagin (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κολεός&oldid=5572640"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Ιουλίου 2022, στις 18:54

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Русский
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • ไทย
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Ιουλίου 2022, στις 18:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας