κολεός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κολεός | οι | κολεοί |
γενική | του | κολεού | των | κολεών |
αιτιατική | τον | κολεό | τους | κολεούς |
κλητική | κολεέ | κολεοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολεός < αρχαία ελληνική κολεός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολεός αρσενικό
- (ανατομία) ο κόλπος θηλυκού ανθρώπου ή ζώου
- (ζωολογία) έλυτρο
- (βοτανική) Βάση ενός φύλλου (συνήθως στα μονοκοτυλήδονα) που συνήθως περιβάλλει το βλαστό.