πρόναος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρόναος | οι | πρόναοι |
γενική | του | πρόναου & προνάου |
των | πρόναων & προνάων |
αιτιατική | τον | πρόναο | τους | πρόναους & προνάους |
κλητική | πρόναε | πρόναοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόναος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρόναος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.na.os/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόναος αρσενικό
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) χώρος / δωμάτιο στο πίσω τμήμα ενός αρχαίου ναού
- ≈ συνώνυμα: πρόδομος
- ※ Είχε πρόναο και οπισθόναο ιδίων διαστάσεων, που ο καθένας τους διέθετε δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. (Ηραίο Άργους @ odysseus.culture.gr)
- (θρησκεία, αρχιτεκτονική) ο νάρθηκας ενός χριστιανικού ναού
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πρόναος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πρόναος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόναος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.